- ἑταίρου
- ἑταῖροςcomrademasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρακοινωνία — η (νομ.) σύμβαση μεταξύ εταίρου, μέλους ορισμένης εταιρείας, και τρίτου, μη εταίρου, δυνάμει τής οποίας ο τρίτος μετέχει, διά τού εταίρου, στην εταιρεία δίχως να είναι μέλος της και ο τρίτος, δηλ. ο παρακοινωνός, καθίσταται έτσι συνεταίρος τού… … Dictionary of Greek
подроугъ — ПОДРОУГ|Ъ (15), А с. 1.Другой, подобный экземпляр чегол.: а пѹдъ дали немци волочаномъ… да коли исказитьсѧ. а подрѹгъ его лежить въ немецьскои божници. а дрѹгыи ковати изверивши темь. Гр 1229 сп. 1270–1277 (смол.). 2. Друг, товарищ: и възьрѣвъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εταιρείος — ἑταιρεῑος, α, ον, ιων. τ. ἑταιρήϊος, η, ον (Α) [εταίρος] 1. αυτός που ανήκει στους φίλους, στους συντρόφους («ἑταιρεῑος φόνος» ο φόνος εταίρου, συντρόφου) 2. ερωτικός, γεμάτος αγάπη 3. φρ. «Ζεὺς ἑταιρεῑος» ο Ζευς ως προστάτης τής φιλίας 4. το ουδ … Dictionary of Greek
μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… … Dictionary of Greek
πένθος — το, ΝΜΑ βαθιά θλίψη, μεγάλη ψυχική οδύνη που οφείλεται σε συμφορά και, ιδίως, στον θάνατο προσφιλούς προσώπου νεοελλ. 1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πενθηφορεί κάποιος, δηλαδή φέρει τα εξωτερικά σημεία τού πένθους, όπως λ.χ. μαύρα ρούχα,… … Dictionary of Greek
παράφασις — (I) και παραίφασις και πάρφασις, άσεως, ἡ, Α [παράφημι] 1. συμβουλή, παραίνεση, πειθώ («ἀγαθὴ δὲ παράφασίς ἐστιν ἑταίρου», Ομ. Ιλ.) 2. μέσο, τρόπος για καταπράυνση («παραίφασιν εὐρεν ἐρώτων», Ανθ. Παλ.) 3. (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… … Dictionary of Greek
Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση — (συντομ. ΔΕΕ, διεθν.Western European Union). Διεθνής οργανισμός με έδρα τις Βρυξέλλες και με σκοπό την αμυντική συνεργασία αρχικά της δυτικής και στη συνέχεια ολόκληρης της Ευρώπης. Περιλαμβάνει 10 πλήρη μέλη (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία,… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Μπάντινγκ, Φρέντερικ Γκραντ — (Sir Frederick Grant Banting, Άλιστον, Οντάριο 1892 – Μάσγκρεϊβ Χάρμπορ, Νέα Γη 1941). Καναδός φυσιολόγος. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο συμμετείχε στο καναδικό εκστρατευτικό σώμα. Αργότερα ασχολήθηκε με μελέτες και έρευνες επί της φυσιολογίας,… … Dictionary of Greek